Τρίτη 28 Ιουλίου 2009

Σκέψεις για την κοινωνική και πολιτική συγκυρία

Του Κώστα Σ.

Γίνεται φανερό ότι μετά τις ευρωεκλογές του 2009 σοβαρές διεργασίες συντελούνται τόσο σε κοινωνικό όσο και πολιτικό επίπεδο, οι οποίες πρέπει να μας απασχολήσουν σοβαρά γιατί σηματοδοτούν αλλαγές που θα επηρεάσουν ποικιλοτρόπως και σε βάθος τον κοινωνικό ανταγωνισμό. Με τέτοια ένταση μάλιστα που μάλλον ούτε την περιμέναμε, ούτε ήμασταν προετοιμασμένοι να τις αντιμετωπίσουμε! Αντίθετα διακρίνω διάφορους σχολιασμούς στο indymedia, που δείχνουν μια ακατάσχετη αυταρέσκεια και έναν ανόητο βερμπαλισμό, που μόνο σε μια έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα μπορεί κανείς να τα αποδώσει.

Η αποχή ως αμφισβήτηση και ως ενσωμάτωση
Η ευρωεκλογές του 2009 ήρθαν για να βάλουν και την Ελλάδα στον αστερισμό ενός κοινοβουλευτισμού όπου το εκλογικό σώμα, απέχει πολύ από το να είναι αντιπροσωπευτικό του κοινωνικού σώματος. Αν στην αποχή του 50% των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους προσθέσουμε και τα τουλάχιστον 2,5 εκατομμύρια μεταναστών χωρίς πολιτικά δικαιώματα, γίνεται φανερό ότι η εκλογική διαδικασία αφορά μια μειοψηφία. Αυτό που στην Ευρώπη είναι πραγματικότητα εδώ και πολλά χρόνια ή που αποτελεί δομικό στοιχείο του κοινοβουλευτισμού των ΗΠΑ, κάνει πλέον την εμφάνισή του και στην ελληνική πραγματικότητα. Βέβαια είναι αλήθεια ότι η δημοκρατία και δη η κοινοβουλευτική πάντα λειτουργούσε μετατρέποντας με διάφορους τρόπους τις μειοψηφίες σε κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες (βλ. «Κριτική της δημοκρατικής ρητορείας», Λ. Κάνφορα, εκδ. Μεταίχμιο). Όμως θα ήταν λάθος να μην δούμε τη σημασία αυτής της τάσης μέσα στην πολιτική και κοινωνική συγκυρία.
Αν η αποχή στο ένα της άκρο εκφράζει την απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος, στο άλλο εκφράζει την a priori οικειοθελή εκχώρηση της δημόσιας πολιτική σφαίρας, στους άλλους, τους πολιτικούς, τους ειδικούς, την απόρσυση στον ιδιωτικό βίο ενός πολύ μεγάλου κομματιού της κοινωνίας. Θα ήταν λάθος να φανταστούμε ότι αυτή η απόσυρση αφορά μονάχα το δικαίωμα της εκλογής αντιπροσώπων, δυστυχώς σε μεγάλο ποσοστό αφορά ό,τι ορίζεται ως συμμετοχή στην δημόσια/ πολιτική σφαίρα και φυσικά σε αυτό που ορίζουμε ως ανταγωνιστικό κίνημα.
Από την άλλη εκείνο το κομμάτι του εκλογικού σώματος που επέλεξε την αποχή από την εκλογική διαδικασία, ως μια μορφή αντίδρασης και απαξίωσης του πολιτικού συστήματος, ούτε ομοιογενές είναι, ούτε επέλεξε αυτή του τη στάση έχοντας τις ίδιες αφετηρίες κριτικής στο υπάρχον πολιτικό σύστημα, ούτε φυσικά διακατέχεται από τις ίδιες πολιτικές αντιλήψεις και απόψεις. Πολύ παραπάνω δεν θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί, ότι όλος αυτός ο κόσμος που δεν πήγε στην κάλπη ως πολιτική αντίδραση, εφορμά, έστω και δυνητικά, από μια αντικαπιταλιστική ή έστω ριζοσπαστική πολιτική αφετηρία. Προφανώς υπάρχει και ένα τέτοιο κομμάτι μέσα στην πολιτική αποχή, που μπορεί να είναι μειοψηφικό, αλλά όχι ευκαταφρόνητο και φυσικά, πολιτικά και κοινωνικά ενεργό και δυναμικό. Πρόκειται για ένα σημαντικό τμήμα, από εκείνα τα κοινωνικά και πολιτικά κομμάτια της κοινωνίας, που μέσα από την εξέγερση του Δεκέμβρη δεν έγιναν απλώς ορατά, αλλά και υπολογίσιμα για εχθρούς και φίλους…
Είναι τελείως λάθος και πολύ παραπλανητικό να καταγραφεί το σύνολο της αποχής ως αντισυστημική πολιτική στάση. Εάν ίσχυε αυτό τα «νέα κράτη» της Ε.Ε. θα πρέπει να βρίσκονται σε προεπαναστατική περίοδο… πράγμα που δυστυχώς δεν ισχύει. Το μόνο ασφαλές συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε από την αποχή είναι ότι βρισκόμαστε μέσα με μια περίοδο με μεγάλη κοινωνική και πολιτική ρευστότητα, κατά την οποία αυτά που σήμερα θεωρούμε δεδομένα αύριο μπορεί να μην ισχύουν στο παραμικρό. Σε μια περίοδο ρευστότητας με πολλούς κινδύνους αλλά και ευκαιρίες.

Το πολιτικό σύστημα αντεπιτίθεται
Αν και μπορεί ο Δεκέμβρης να φαντάζει μακριά, συνεχίζει να στοιχειώνει τα δικά μας όνειρα και τους εφιάλτες των από πάνω. Τις εξεγέρσεις συνήθως τις ακολουθεί ένα κύμα καταστολής, με στόχο να ανακόψει κάθε δυνατότητα επανεμφάνισης του εξεγερμένου πλήθους στο δρόμο. Γίνεται φανερό ότι κάποιοι από τα πολιτικά επιτελεία που διαχειρίζονται την εξουσία, νομίζουν ότι αυτή η στιγμή έφτασε. Ότι έφτασε η στιγμή όχι μόνο να πάρουν τη ρεβάνς από τους εξεγερμένους, αλλά να «ανακαταλάβουν» εκείνα τα «σημεία» στον κοινωνικό/ πολιτικό χάρτη που υπενθυμίζουν ότι ο Δεκέμβρης υπήρξε, « η τάξη πρέπει να επικρατήσει στο Βερολίνο». Δεν αναφέρομαι μονάχα στις καταλήψεις και τα στέκια που στοχοποιούνται από τα ΜΜΕ, τις εισαγγελικές παραγγελίες του Σανιδά και τις φασιστικές συμμορίες που δρούνε χέρι χέρι με τις δυνάμεις καταστολής, αλλά και στην προσπάθεια χειραγώγησης και φίμωσης του διαδικτύου. Μια προσπάθεια που ξεκινάει από την επιχείρηση κλεισίματος του Athens indymedia, αλλά επεκτείνεται στην λογοκρισία όλων των ανεξάρτητων site και blogs. Επιχειρείται λοιπόν να γίνει μια βαθιά και πολυεπίπεδη συντηρητική στροφή στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό.
Ο Αναρχικός/Αντιεξουσιαστικός χώρος, αλλά και το ευρύτερο εκείνο τμήμα της πολιτικής και κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης που συγκροτείται γύρω από ένα γενικό ελευθεριακό πρόταγμα, αποτελεί τον νούμερο ένα στόχο αυτής της συντηρητικής αντεπίθεσης και όχι άδικα. Εδώ και κάποια χρόνια αυτός ο πολύμορφος και πολυτασικός χώρος αποτελεί την πιο δυναμική συνιστώσα του Αντικαπιταλιστικού Κινήματος στην Ελλάδα. Δεκάδες συλλογικότητες, στέκια, καταλήψεις και θεματικές πρωτοβουλίες ξεφυτρώνουν συνεχώς σε όλη τη χώρα. Την τελευταία δεκαετία πέρα από την ποσοτική αύξηση και την διάχυση, αυτός ο ευρύτερος πολιτικοκοινωνικός χώρος προσπαθεί (όχι χωρίς προβλήματα και πισωγυρίσματα) ξεφεύγοντας από την απλή πολιτική προπαγάνδα να παρέμβει στους κοινωνικούς αγώνες και να αποκτήσει άμεση αναφορά σε κομμάτια της κοινωνίας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ανοικτές συνελεύσεις, η άμεση δημοκρατία, η αυτοοργάνωση, η άμεση δράση, οι καταλήψεις ακόμα και οι συγκρουσιακές πρακτικές αποτελούν χαρακτηριστικά που εγκολπώνονται όλο και πιο πολύ από διάφορους κοινωνικούς αγώνες, μικρότερους ή μεγαλύτερους.
Σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης που οι εντείνονται οι αιτίες όξυνσης του κοινωνικού και ταξικού ανταγωνισμού, είναι αναγκαίο για το πολιτικό σύστημα να προσπαθήσει να αποκόψει τα πιο ριζοσπαστικά πολιτικά κομμάτια από την κοινωνία, και ειδικότερα από εκείνα τα τμήματα που θα βρεθούν στο επίκεντρο των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης. Η καταστολή και η δημιουργία «υγειονομικών ζωνών» γύρω από αυτόν τον χώρο είναι μια από τις μορφές που παίρνει αυτή η αντεπίθεση. Στόχος να οδηγηθεί αυτός ο χώρος στον περιθωριοποίηση, στον κοινωνικό απομονωτισμό και την αυτοαναφορικότητα. Βέβαια μερικές φορές το κράτος και οι πολιτικοί εκφραστές του «νόμου και της τάξης» δεν χρειάζεται να προσπαθήσουν και πολύ, ο χώρος τα καταφέρνει και από μόνος του… Η αναγωγή των μέσων σε σκοπούς, η φετιχιστική αντίληψη της βίας, η ελιτίστικη αντιμετώπιση της κοινωνίας, η αποστροφή απέναντι σε κάθε προσπάθεια θεωρητικής και αναλυτικής εμβάθυνσης, η αδιαφορία απέναντι στην συγκρότηση ευνοϊκών κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών, πολλές φορές έχουν επιπτώσεις σοβαρότερες από την κρατική καταστολή και την συκοφαντική προπαγάνδα των ΜΜΕ.
Η άθλια επίθεση των ανεγκέφαλων στο party της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην Νομική το Σαββάτο 17-7 φυσικά και δεν χαρακτηρίζει τον Α/Α χώρο, ούτε αποδίδεται σε κάποια συλλογικότητα του. Όμως η μη καταγγελία της επίθεσης και η τελείως άστοχη στάση που κράτησε η Σ.Ο. του Athens.indymedia, είναι ενδεικτικά της αδυναμίας αυτού του χώρου να διαχωριστεί από πρακτικές και αντιλήψεις, που όχι μόνο καμιά σχέση δεν μπορούν να έχουν με το ελευθεριακό πρόταγμα, αλλά που το προβοκάρουν και τον οδηγούν στην αυτό-περιθωριοποίηση. Είναι ανάγκη τέτοιες πρακτικές και αντιλήψεις, όχι απλά να καταγγελθούν, αλλά και να απομονωθούν πολιτικά και οργανωτικά από τον υπόλοιπο Α/Α χώρο, πριν πάρουν ακόμα πιο επικίνδυνες ατραπούς…
Από την άλλη θα ήταν τελείως λάθος για την Εξωκοινοβουλευτική Αριστερά να νομίσει ότι θα μείνει στο απυρόβλητο της κρατικής καταστολής. Η συμμετοχή ενός μεγάλου κομματιού των αγωνιστών της Εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς (ανένταχτων και ενταγμένων) σε μια σειρά από κοινωνικούς αγώνες (στο χώρο της εκπαίδευσης, σε εργατικούς χώρους, σε τοπικούς αγώνες, στο αντιρατσιστικό κίνημα και το κίνημα των δικαιωμάτων), θα φέρουν αυτό το χώρο αναγκαστικά αντιμέτωπο τόσο με την κρατική καταστολή, όσο και με την συνολικότερη αντεπίθεση του πολιτικού συστήματος. Αν ο ευρύτερος χώρος της Εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς δεν θέλει να αυτοπεριοριστεί στα ολοένα και στενότερα περιθώρια πολιτικής και κοινωνικής δράσης που θα αφήνει το πολιτικό σύστημα το επόμενο διάστημα, θα πρέπει να προετοιμαστεί ώστε να τα αμφισβητήσει με δυναμικό και πρωτότυπο τρόπο, ξεπερνώντας αγκυλώσεις και φοβίες που ως τώρα καταγράφονται έντονα στο εσωτερικό του. Αλλιώς θα αρκεστεί στο ρόλο της γραφικής καταγγελίας του καπιταλισμού, αναμασώντας βυζαντινολογίες, μακριά από τα πραγματικά πολιτικά και κοινωνικά μέτωπα τις περιόδου. Θα συνεχίσει να επιδίδεται στις εκλογικές μάχες παίζοντας το ρόλο του φτωχού συγγενή του ΣΥΡΙΖΑ, φέρνοντας όχι απλά πενιχρά αποτελέσματα, αλλά αδυνατώντας να εμπλακεί με τα νέα αναδυόμενα κοινωνικά υποκείμενα που εν δυνάμει αποτελούν και τους φορείς νέων αγώνων.
Εάν η Εξωκοινοβουλευτική Αριστερά θέλει να ξεφύγει από την θεωρητική ένδεια και την άνευρη πολιτική παρέμβαση (σε κεντρικό τουλάχιστον επίπεδο) που τα τελευταία χρόνια την χαρακτηρίζουν σε σημαντικό βαθμό, πρέπει να αναστοχαστεί τις επεξεργασίες της για την φυσιογνωμία του καπιταλισμού και των αγώνων του σήμερα αλλά και να επαναπροσδιορίσει την σχέση της τόσο με την πολιτική ανυπακοή όσο και με τα ίδια τα κοινωνικά κινήματα.

Ρατσισμός με κρατική σφραγίδα
Ο Ρατσισμός αποκτάει πλέον την υπόσταση επίσημης κρατικής πολιτικής με την ευγενική υποστήριξή του συνόλου των ΜΜΕ. Το ελληνικό κράτος δεν σταμάτησε ποτέ να αντιμετωπίζει ρατσιστικά τους μετανάστες αλλά σίγουρα αποτελεί άλμα η αναγόρευση του ρατσισμού σε επίσημη κρατική πολιτική. Ξέρουν πολύ καλά (τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρώπη) ότι δεν μπορούν να ανακόψουν τα κύματα της μετανάστευσης. Όσα ειδικά στρατιωτικά και αστυνομικά σώματα κι αν φτιάξουν στα σύνορα, όσα στρατόπεδα συγκέντρωσης κι αν κτίσουν, όσα επαναπροωθήσεις κι αν κάνουν, δεν μπορούν να σταματήσουν τις εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που ξεριζώνουν οι πόλεμοι, η φτώχια, η εξαθλίωση, οι σφαγές, η πολιτική και κοινωνική καταπίεση , οι περιβαλλοντικές καταστροφές. Αιτίες για τις οποίες οι χώρες της Δύσης έχουν βάλει σε μεγάλο βαθμό το χεράκι τους…
Ξέρουν πως ακόμα κι αν ανακόψουν κάποιες χιλιάδες μετανάστες στα σύνορα, φυλακίσουν κάποιες άλλες χιλιάδες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και επαναπροωθήσουν ακόμα μερικές χιλιάδες, οι πρόσφυγες-μετανάστες δεν θα σταματήσουν να παίρνουν «το δρόμο προς τη Δύση». Δεν θα σταματήσουν, παίρνοντας τεράστια ρίσκα, να ξαναορίσουν τις ζωές τους, έστω και μέσα από την απελπισμένη επιλογή της προσφυγιάς/μετανάστευσης.
Γιατί σε μεγάλο βαθμό οι μεταναστευτικές ροές είναι πράξεις αντίστασης απέναντι στην επιβολή του πολέμου, της φρίκης, του φόβου, της μιζέριας, της φτώχιας, της πείνας, της τυραννίας και της καταδυνάστευσης που επιβάλλουν στις ζωές των ανθρώπων ντόπιες και υπερεθνικές ελίτ.
Οι στόχοι όμως των κέντρων εξουσίας που έχουν κάνει την επιλογή της «ρατσιστικής εκτροπής» σε Ελλάδα και Ευρώπη είναι άλλοι. Καταρχάς να κρατάν φοβισμένους και άρα υπάκουους τους μετανάστες. Το εργατικό δυναμικό των μεταναστών πρέπει να συνεχίσει να έχει το κεφάλι σκυμμένο και το βλέμμα χαμηλά χωρίς να διεκδικεί. Να ζει προσπαθώντας να περνάει απαρατήρητο και αόρατο από τον μπάτσο που περιπολεί, από τον ρατσιστή της γειτονιάς και το φασίστα που βγήκε για κυνήγι κεφαλών. Ακόμα παραπέρα να μεγαλώσει τον διαχωρισμό ανάμεσα στους ίδιους τους μετανάστες, ανάμεσα στους «καλούς και τους τίμιους» και τα «αποβράσματα», τους παλιούς και τους νέους, τους «κοινοτικούς» ή τους προς ένταξη και τους τριτοκοσμικούς, τους Βαλκάνιους και τους Ασιάτες…
Ο άλλος βασικός λόγος έχει να κάνει με το γεγονός ότι στέφοντας τους Έλληνες (ή τους Ευρωπαίους σε επίπεδο Ε.Ε.) ενάντια στους μετανάστες, οι πρώτοι ξεχνάνε ότι οι υπεύθυνοι για την οικονομική κρίση, την ανεργία, την υποβάθμιση των ζωών μας δεν είναι οι μετανάστες, αλλά τα αφεντικά και οι κυβερνώντες. Η κρίση λοιπόν, μέσα από τον παραμορφωτικό καθρέφτη μιας φοβικής κοινωνίας, αντί για αφετηρία νέων κοινωνικών αγώνων και διεκδικήσεων μετατρέπεται σε αφορμή για έναν ταξικό εμφύλιο ανάμεσα στους θύτες των καπιταλιστικών πολιτικών. Οι ντόπιοι ενάντια στους μετανάστες, οι ενταγμένοι μετανάστες ενάντια στους νεοαφιχθέντες. Ο ρατσισμός ως επίσημη κρατική πολιτική, επιχειρεί να διαχειριστεί σε ένα συντηρητικό πλαίσιο την κοινωνική δυσαρέσκεια ώστε αυτή να μην αμφισβητήσει ευθέως το πολιτικό σύστημα.
Το ζήτημα όμως δεν σταματάει εδώ, ο ρατσισμός ως κρατική πολιτική έχει πολύ βαθύτερες επιπτώσεις. Δεν είναι κάτι που μας ξαφνιάζει η δράση των Χρυσαυγιτών χέρι-χέρι με τα ΜΑΤ, το έχουμε δει αυτό το έργο πολλές φορές. Ωστόσο αυτή η συνεργασία βρίσκεται σε μια συνεχόμενη κλιμάκωση και ξεπερνάει πλέον κατά πολύ τους διαύλους επικοινωνίας ανάμεσα στους ακροδεξιούς και τμήματα της αστυνομίας. Φαίνεται ότι εντάσσεται σε σχεδιασμούς που εκπορεύονται από πιο κεντρικά επίπεδα. Η πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα αποτελεί το άβατο της Χρυσής Αυγής και αυτό είναι επιλογή τουλάχιστον σε επίπεδο υφυπουργείου Δημόσιας Τάξης όπως δείχνουν οι κινήσεις του Μαρκογιαννάκη. Στην ανάλυση μας και άρα στην δράση μας η Χρυσή Αυγή δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια αυτοτελής φασιστική οργάνωση αλλά ως μέρος ενός συνολικότερου σχεδιασμού. Αποτελεί μέρος ενός γενικότερου σχεδιασμού που επιχειρεί την σταδιακή και σε βάθος εμπέδωση από κομμάτια της κοινωνίας και μάλιστα των λαϊκών στρωμάτων όχι μόνο της ρατσιστικής ρητορικής, αλλά φασιστικών πρακτικών. Τα φασιστικά πογκρόμ εναντίων των μεταναστών δεν θα είναι πλέον προνόμιο των μηχανισμών καταστολής, οι επιτροπές πολιτών και η «αυτενέργεια» των κατοίκων δεν έχουν πλέον μονάχα την ριζοσπαστική τους εκδοχή ενάντια στις κεραίες, και για την υπεράσπιση των δημόσιων χώρων και του περιβάλλοντος, αλλά και την συντηρητική- ακροδεξιά εκδοχή του εκτοπισμού των «άπλυτων» από τις γειτονιές και την υπεράσπιση της «ευταξίας» και της «νομιμότητας».

Αλλαγές στον πολιτικό χάρτη
Ο ακροδεξιός πολιτικός πόλος, τόσο ο επίσημος γύρω από το ΛΑΟΣ του Καρατζαφέρη και το ΠΑΜΜΕ του Παπαθεμελή, όσο και ο ανεπίσημος με την ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ, είναι σίγουρα ο μεγάλος νικητής των ευρωεκλογών. Όχι μόνο σε ψήφους και ποσοστά, αλλά κυρίως γιατί σε αυτή την συγκύρια φαίνεται να καθορίζουν ένα μεγάλο κομμάτι της επίσημης πολιτικής ατζέντας και οι ιδέες τους να γίνονται αποδεκτές και να εφαρμόζονται από το κυβερνόν κόμμα. Πράγμα πρωτοφανές για την Ελληνική πραγματικότητα μετά την μεταπολίτευση. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ των μερικών δεκάδων τραμπούκων συγκέντρωσε 25.000 ενώ η ΑΝΤΑΡΣΥΑ των εκατοντάδων ενεργών, σε διάφορους αγώνες (εργατικά σωματεία, σχολές, γειτονιές κ.λπ.), αριστερών πήρε μόλις 22.000!

Το ΛΑΟΣ και ο «παρεμβατικός πατριωτισμός»
Πέρα όμως από τον καθορισμό της πολιτικής ατζέντας, το ΛΑΟΣ φαίνεται πως έχει μια συνολικότερη στρατηγική, που σχηματοποιείται σε αυτό που περιέγραψε ο Καρατζαφέρης στο συνέδριο του ΛΑΟΣ ως «παρεμβατικό πατριωτισμό». Απέναντι στην κρίση αντιπροσώπευσης που πολιτικού συστήματος και τις κοινωνικές αναταράξεις λόγω της κρίσης, ο Καρατζαφέρης και το ΛΑΟΣ προτείνουν έναν «συμμετοχικό πατριωτισμό» όπου η κοινωνία καλείται να πάρει μέρος. Όχι φυσικά σε κοινωνικά κινήματα και διεκδικητικούς αγώνες, αλλά σε ρατσιστικά πογκρόμ, σε κινητοποιήσεις μίσους και εθνικής μισαλλοδοξίας, σε κιτς πανηγύρια πατριωτικής ανάτασης και θρησκευτικής κατάνυξης. Το ΛΑΟΣ δεν είναι ένα παροδικό φαινόμενο όπως πολλοί (κυρίως αριστεροί αναλυτές) νομίσανε. Αντίθετα απέναντι στα αδιέξοδα των κομμάτων εξουσίας προσπαθεί να δώσει μια συντηρητική/ ακροδεξιά προοπτική σε τμήματα της κοινωνίας που νιώθουν να χάνουν το έδαφος κάτω από τα πόδια τους, προσπαθώντας μάλιστα να ξεπεράσει την παθητική σχέση του απλού ψηφοφόρου στην οποία βασίζονται χρόνια τώρα αυτά τα κόμματα και αντικαθιστώντας τον «ενεργό πολίτη» της Αριστεράς με τον «ενεργό πατριώτη». Το ΛΑΟΣ είναι πολύ πιο επικίνδυνο από ένα συγκυριακό 7%. Παράλληλα το ΛΑΟΣ προσπαθεί να φανεί ως ο εγγυητής της «δημοκρατικής νομιμότητας» ώστε αυτός ο «παρεμβατικός πατριωτισμός» να μην ξεφύγει από τα όρια της αστικής δημοκρατίας και ούτε να πέσει στα χέρια «ακραίων και ανεύθυνων στοιχείων»( είναι χαρακτηριστική η συνέντευξη του Καρατζαφέρη στην Free Sunday στις 12-7-09).

ΣΥΡΙΖΑ: ο ιδανικός αυτόχειρας
Αυτή η πολιτική μετατόπιση ολόκληρου του πολιτικού σκηνικού προς τα δεξιά απαιτεί ωστόσο ανακατατάξεις και στην επίσημη αριστερά. Η ύπαρξη του ΣΥΡΙΖΑ ως φορέα μιας πολυτασικής αριστεράς που περιλαμβάνει από την Ανανεωτική πτέρυγα του ΣΥΝ μέχρι την ομάδα ΡΟΖΑ από τα μέλη του ΔΙΚΤΥΟΥ και από το Θεωνά και το Γλέζο μέχρι την ΚΟΕ και τη ΔΕΑ δεν είναι κάτι που στην δεδομένη συγκύρια εξυπηρετεί τις επιλογές του κυρίαρχου μπλοκ στην Ελλάδα. Ένας τέτοιος ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ αριστερός, πολυσύνθετος και αρκετά μη προβλέψιμος για να υπάρχει με αυτή την μορφή στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Επίσης για πρώτη φορά έχει πλέον αποκτήσει μια συμπαγή αριστερή εκλογική βάση του 4,5%. Ένας ακόμα στόχος του κυρίαρχου μπλοκ εξουσίας είναι η διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ και η επιστροφή στον καλό ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟ του Κωνσταντόπουλου χωρίς όλους αυτούς τους «αριστεριστές» και τους «νεοκομμουνιστές». Η επιστροφή σε έναν ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟ πιο ενταγμένο στο πολιτικό σύστημα (όχι πως τώρα δεν είναι, αλλά σε κρίσιμες στιγμές βρίσκεται στις παρυφές του, π.χ. Δεκέμβρης, Μετανάστες κ.λπ.) και έτοιμο να πάρει μέρος σε σενάρια πολυκομματικών κυβερνήσεων.
Γι’ αυτό ένα μη ικανοποιητικό εκλογικό αποτέλεσμα όπως αυτό τον ευρωεκλογών παρουσιάζεται σαν πανωλεθρία. Ο ΣΥΡΙΖΑ παρόλο που κράτησε τα ποσοστά του από τις προηγούμενες ευρωεκλογές και έχασε μόνο μερικές δεκάδες χιλιάδες ψήφους θεωρήθηκε από τα ΜΜΕ, αλλά και τα μέλη της ανανεωτικής πτέρυγας του ΣΥΝ ως ο μεγάλος χαμένος των εκλογών. Φυσικά μια τέτοια εξέλιξη δεν είναι εύκολη. Θα μπορούσε να οδηγήσει τον ΣΥΝ σε διάσπαση, και τον ΣΥΡΙΖΑ ή τμήματα του ΣΥΡΙΖΑ μαζί με νέες συνθέσεις από την εξωκοινοβουλευτική αριστερά σε ακόμα πιο αριστερή θέση; Ίσως να πρόκειται για μια παρακινδυνευμένη υπόθεση που όμως θα δημιουργούσε μια ακόμα μεγαλύτερη ρευστότητα στο πολιτικό τοπίο. Παρόλα αυτά η πρόσδεση του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ στο πολιτικό σύστημα φαίνεται από την σημερινή του ομφαλοσκόπηση και εσωστρέφεια. Ο εκβιασμός των κέντρων εξουσίας, των ΜΜΕ, της Ανανεωτικής Πτέρυγας, μαζί με τον παραγοντισμό στελεχών του Αριστερού Ρεύματος και τις ηγετικές φιλοδοξίες του Τσίπρα οδηγούν τον ΣΥΡΙΖΑ, σε μια κρίσιμη περίοδο, σε πολιτική παραλυσία και τον μετατρέπουν σε εν δυνάμει ιδανικό αυτόχειρα. Όσο ο ΣΥΝ πιέζεται να μετακινηθεί πιο δεξιά στο πολιτικό σκηνικό, τόσο ο ενεργός κόσμος γύρω από το ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορεί θα βρει τον τρόπο να παρέμβει στα μεγάλα και μικρά κοινωνικά και πολιτικά μέτωπα τις περιόδου.

Το ΚΚΕ μπροστά στην κινούμενη άμμο της εκλογικής του βάσης
Ακόμα και στο ΚΚΕ φαίνεται να υπάρχει μια κινητικότητα μετά τις ευρωεκλογές. Όσο και τα ΜΜΕ προσπάθησαν να ρίξουν την εκλογική ήττα του ΚΚΕ στα μαλακά, στον Περισσό φαίνεται να υπάρχει προβληματισμός. Πτώση του 1,2% και 140.000 ψήφων σε σχέση με τις ευρωεκλογές του 2004, έχει δημιουργήσει προβληματισμό στην ηγεσία του ΚΚΕ. Είναι η πρώτη φορά μετά το 1990-91 και το «Μακεδονικό» που το ΚΚΕ αισθάνεται την ανάγκη να ανοίξει μέτωπο απέναντι σε εθνικιστικές και ρατσιστικές πολιτικές ακόμα και εάν αυτό σημαίνει ότι πρέπει να επαναδιαπραγματευθεί απέναντι στην εκλογική και κοινωνική του βάση την πολιτική στάση του κόμματος. Μπορεί το Δεκέμβρη το ΚΚΕ να έδωσε εξετάσεις στο σύστημα ότι το ίδιο -και όχι ο ΣΥΡΙΖΑ- αποτελεί την συνετή και «υπεύθυνη» κοινοβουλευτική Αριστερά, αυτό όμως δεν μπορεί να αποτελέσει ανάχωμα στο ότι μεγάλο κομμάτι της εκλογικής και κοινωνικής βάσης του ΚΚΕ φλερτάρει με τις συντηρητικές θέσεις του ΛΑΟΣ. Οι ευθύνες του ΚΚΕ για αυτή την ιδεολογική σύγχυση που επικρατεί στις τάξεις των οπαδών του είναι τεράστια. Για μεγάλο διάστημα φλέρταρε με αυτές τις αντιλήψεις και ανήγαγε εκφραστές τους, όπως η Κανέλλη και ο Ζουράρης, σε προνομιακούς του συμμάχους. Σήμερα αντιλαμβανόμενο τον κίνδυνο αυτών των επιλογών, ανακρούει πρύμναν , χωρίς όμως να είναι σίγουρο ότι αυτή η αλλαγή γραμμής δεν θα έχει μεγάλο πολιτικό και εκλογικό κόστος, και φυσικά χωρίς να έχει συγκροτήσει μια, έστω παλαιοκομμουνιστική, εναλλακτική πολιτική γραμμή.

Τα όρια του δίπολου ΝΔ-ΠΑΣΟΚ
Χωρίς να είναι αμετάκλητη, η τάση για ανατροπή του δίπολου ΝΔ- ΠΑΣΟΚ στον κυβερνητικό θώκο, που τις τελευταίες δεκαετίες αποτέλεσε το βασικό κορμό διακυβέρνησης της χώρας και εξυπηρέτησης των συμφερόντων της αστικής τάξης, φαίνεται αυτή την στιγμή να κλυδωνίζεται σοβαρά. Η αναζήτηση εναλλακτικών μορφών διακυβέρνησης που να εγγυώνται τα καπιταλιστικά συμφέροντα μεσούσης της οικονομικής κρίσης, δεν είναι εύκολή και συμβάλλει στην πολιτική και κοινωνική ρευστότητα, θέτοντας μάλιστα στην κουβέντα και εναλλακτικές που λίγα χρόνια πριν θα μας φαινόντουσαν αδιανόητες… Όλα τα σενάρια είναι ανοικτά και τίποτα δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο…

Ένας κόσμος ανάποδα
Ο βασικός στόχος των κέντρων εξουσίας είναι να περιορίσουν την πολιτική και κοινωνική ατζέντα στα ζητήματα της μετανάστευσης, της τρομοκρατίας και του πολιτικού «εξτρεμισμού», κάτω από την γενικότερη ομπρέλα της «ασφάλειας», παρακάμπτοντας έτσι τις σκοπέλους των κοινωνικών και ταξικών αγώνων, που θα μπορούσαν να ξεσπάσουν πάνω στο πεδίο των ζητημάτων που ανοίγει η οικονομική κρίση (όπως η ανεργία, οι απολύσεις, η φτώχια, κατάρρευση του ασφαλιστικού κ.λ.π.).
Αντίθετα ο δικός μας στόχος, σαν ευρύτερο Αντικαπιταλιστικό Κίνημα, είναι ακριβώς να μην αυτοπαγιδευθούμε μέσα στην ατζέντα που προσπαθούν να επιβάλουν. Να προσπαθήσουμε να καλλιεργήσουμε τις δικές μας κοινωνικές συναινέσεις και νομιμοποιήσεις πάνω σε μια ατζέντα, που όχι μόνο θα ανοίγει τα ζητήματα της οικονομικής κρίσης από ταξική σκοπιά, αλλά θα επιχειρεί να επαναδιαπραγματευθεί με αντεστραμμένη οπτική τα ζητήματα της κυρίαρχης ατζέντας.
Η δυνατότητα μας για την ανατροπή της κυρίαρχης ρητορικής έγκειται στην ανάδυση κοινωνικών υποκειμένων, που θα διεμβολίζουν τις παγιωμένες ως τώρα θεσμικές διαμεσολαβήσεις (κόμματα, γραφειοκρατικά συνδικάτα, μεταναστευτικές «κοινότητες», ΜΜΕ κ.λπ.), δημιουργώντας νέα πεδία αγώνων, και στην συμβολή του Αντικαπιταλιστικού Κινήματος στην δικτύωση, την επικοινωνία, την αλληλεπίδραση και την συσσωμάτωση αυτών των κοινωνικών υποκειμένων και αγώνων σε ένα ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό κίνημα. Δεν μιλάμε για μια «εξωτερική σχέση» με τα υποκείμενα, αλλά για μια οργανική σύνδεση, στο βαθμό που διαπλεκόμαστε με αυτά, καταρχάς με όρους κοινωνικούς, δηλαδή πολύ απλά, ως κάποιοι από αυτούς. Οι άνεργοι, οι απολυμένοι, εργαζόμενοι της επισφάλειας, οι μετανάστες δεύτερης γενιάς, ακόμα και οι πρόσφυγες που βλέπουν την Ελλάδα ως ένα πέρασμα στο δρόμο προς την Δύση, αποτελούν εν δυνάμει αυτά τα κοινωνικά υποκείμενα.
Αν ξεπεράσουμε το στάδιο της ιδεολογικής προπαγάνδας (με όποια μέσα…) και του καταγγελτικού- απέναντι στο σύστημα και τον καπιταλισμό- λόγου και βουτήξουμε στα βαθιά νερά της κοινωνικής πραγματικότητας, στους αγώνες και το στοχασμό που αυτοί συνεπάγονται, ίσως και να τα καταφέρουμε…